Αφιέρωμα στον ποιητή της κυπριακής τοπολαλιάς
Το έτος 2016 που μας πέρασε συμπληρώθηκαν ακριβώς 150 χρόνια από τον θάνατο του λογοτέχνη και ποιητή μας Δημήτρη Λιπέρτη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Μιχαηλίδη). Θεωρείτε ο ποιητής της κυπριακής τοπολαλιάς αφού από το 1918 που άρχισε να γράφει στην Κυπριακή διάλεκτο και μέχρι το θάνατο του, συνέβαλε στην ανάδειξη της κυπριακής διαλέκτου και άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη κυπριακών ποιημάτων αρκετά εκ των οποιών ήταν βγαλμένα απο προσωπικά βιώματα του ποιητή.
Γεννήθηκε 1866 και μεγάλωσε στην παλιά Λάρνακα στην περιοχή της Σωτήρας κοντά στην Μητρόπολη. Προερχόταν από δύο ισχυρές κοινωνικές τάξεις: του κλήρου από την πλευρά της μητέρας του (Κοκονούς Μοδινού από το Όμοδος ανεψιά του Μελέτιου Γ΄Μοδινού Μητροπολίτη Κίτιου) και των γαιοκτημόνων και εμπόρων (ή οικογένεια του πατέρα του Θεοφάνης, καταγόταν από τη Θέρμια της Κερύνειας κατείχε κτηματική περιούσια στην Κερύνεια).
Η μοδίτικη καταγωγή του αυτή και το στενό οικογενειακό περιβάλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής του, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και θα επηρεάσουν τη λογοτεχνική του δημιουργία.
Φοίτησε γύρω στο 1872 στο Αλληλοδιδακτικό της Λάρνακος. Ακολούθως αποφοίτησε το 1880 στην Ελληνική Σχολή Λάρνακος (Σχολαρχείο) και μπορούσε να εξασκήσει το διδασκαλικό επάγγελμα.
Στις ευρύτερες του σπουδές, σπούδασε αγγλικά και γαλλικά στην Αδελφότητα των Ιησουιτών και στο Αμερικανικό Κολλέγιο στη Βυρητό και έφυγε ξανά από την Κύπρο (1899-1902) για την Αίγυπτο και την Ιταλία όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και την Ελλάδα, για εργασία όπου παρακολούθησε ως ακροατής μαθήματα θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Για να συμπληρώσει τις σπουδές του ο νεαρός τότε Λιπέρτης, αναγκάστηκε να μείνει και να εργαστεί για τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό [1880-1884]. Κατά την περίοδο της απουσίας του, μέσα σε διάστημα τριών-τεσσάρων χρόνων θα χάσει τις τρείς αδελφές του, Δανάη, Ζωή και Ελένη.
Το 1884 επιστρέφει στη Λάρνακα και εργάζεται στον εμπορικό οίκο Turner για μερικούς μήνες και αργότερα ως γραμματέας των δικαστηρίων Λάρνακας και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες (1885-1899). Στα επόμενα δύο θα χάσει και τους δύο του γονείς.
Οι τραγωδίες αυτές θα σημαδέψουν για πάντα τη ζωή του, κάτι που θα εκφράσει αργότερα στις ποιητικές συλλογές του, Χαλαρωμένη Λύρα [1891] και Στόνοι [1899]. Στις πρώτες αυτές ποιητικές συλλογές του εμφανείς είναι οι και επιδράσεις του ύστερου ελληνικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα.
Το 1901 επέστρεψε στην Κύπρο και εργάστηκε σε έκτακτες κυβερνητικές υπηρεσίες, και ως δάσκαλος σε σχολεία της Κύπρου. (1913-1916).
Το 1923 δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος της τετράτομης ποιητικής συλλογής “Τζυπριώτικα τραούδκια”. Το 1930 ακολούθησε η δημοσίευση του δεύτερου τόμου που προλογίστηκε από τον Κωστή Παλαμά. (Τέσσερις τόμοι, 1923, 1930, 1934, 1937).
Εργάστηκε σε διάφορες έκτακτες κυβερνητικές θέσεις και ιδιωτικούς οίκους, στην Τηλλυρία, στον κυπριακό σιδηρόδρομο ως σταθμάρχης στο Πραστειό Μεσαορίας και αλλού, μέχρι την πρόσληψή του ως καθηγητή γαλλικών στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας το 1905. Δίδαξε γαλλικά για μερικά έτη και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στο Παρθεναγωγείο Φανερωμένης, ενώ το 1912 ανέλαβε τη διεύθυνση τη Σχολής Μιτσή στη Λεμύθου. Επέστρεψε στην Αγγλική Σχολή το 1916, όπου δίδασκε μερικές ώρες, μέχρι και το 1936.
Η έλλειψη οικογενειακών υποχρεώσεων και η δυνατότητα για καλοκαιρινές διακοπές πολλών βδομάδων, τον μετέτρεψαν σε πολίτη ολόκληρης της Κύπρου.
Ο Λιπέρτης ήταν ο πρώτος, ουσιαστικά, Κύπριος ποιητής που γνώρισε εν ζωή την καταξίωση, είδε να γράφονται κριτικές και μελέτες για το έργο του, παρεξηγήθηκε με κριτικούς, διεκδικήθηκε η συνεργασία του από φιλολογικά περιοδικά, τιμήθηκε με ειδικές εκδηλώσεις όλες τις κυπριακές πόλεις, αλλά και στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου παρευρέθηκε, απήγγειλε ποιήματά του και αποθεώθηκε.
Ιδιαίτερη πολιτική σημασία είχαν οι απαγγελίες του στην υποδοχή των Ελλαδιτών αθλητών στην Κύπρο (1925 και 1929: «Καλώς τους, καλώς ήρτετε, ψυσιή, καρκιά δική μας…») και στα αποκαλυπτήρια του Μαυσωλείου των εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821, στο προαύλιο του ναού της Φανερωμένης (1930).
Το 1931 τιμήθηκε με το γαλλικό τίτλο Officier d’ Academie.
Απεβιώσε στη Λευκωσία το 1937 άγαμος. Άφησε τη μικρή περιουσία των 800 λιρών, στα ορφανά της Κύπρου.
Το 1961 εκδόθηκαν σε ένα τόμο τα Άπαντα του Λιπέρτη.
Η στροφή του στη κυπριακή διάλεκτο
Η στροφή του στη κυπριακή διάλεκτο θα γίνει το 1918. Στην αλλαγή αυτή συνέβαλε και η επαφή που είχε, με την ποιητική συλλογή του Βασίλη Μιχαηλίδη, τα Ποιήματα, που εκδόθηκαν το 1911.
Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατο του ταπεινού και καταφρονεμένου Βασίλη Μιχαηλίδη (1917), είχε συντελεστεί μια κοσμογονία στη φιλολογική ζωή της Κύπρου: Ο Λιπέρτης είχε κομβική θέση σε αυτές τις αλλαγές και θα επηρεαστεί τόσο που θα αρχίσει να μεταποιά τα βιώματα του και τα πάθη της Κύπρου κατά την περίοδο του μεσοπολέμου σε ποιήματα.
Οι τέσσερις τόμοι των "Τζυμπριώτικων Τραουδκιών" του κυκλοφορούν από το 1923 μέχρι το 1937. Το 1923 δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος των Τζυπριώτικων Τραουδκιών. Ακολούθησαν ακόμα τρεις τόμοι των Τζυπριώτικων Τραουδκιών, το 1930 με πρόλογο του Κωστή Παλαμά, το 1934 και το 1937.
Ο αριθμός των ποιημάτων του στο κυπριακό ιδίωμα, είναι γύρω στα 150 κυρίως διδακτικά, ερωτικά και πατριωτικά αφού μας δίνει μιαν αγροτική ηθογραφία και ζωγραφίζει τα βιώματα και τα πάθη της κυπριακής ζωής στην πραγματική γλώσσα του Κυπρίου.
Στους τέσσερεις αυτούς τόμους “Τζιυπριώτικα τραούδκια”, που χαρακτηρίζονται από λυρισμό, μουσικότητα και αρμονία, ο Λιπέρτης αποτύπωσε μέσω της κυπριακής διαλέκτου τα ήθη, τις ελπίδες, τα όνειρα, τους έρωτες και την καθημερινότητα των ανθρώπων, καθώς και τους εθνικούς πόθους των σκλαβωμένων Ελλήνων της Κύπρου. Κάποια από αυτά έχουν διδακτικό και γνωμικό περιεχόμενο. Τα ποιήματα του Λιπέρτη μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: στα ειδυλιακά, στα ηθοπλαστικά-σκωπτικά και στα πατριωτικά.
Στα έργα του αντικατοπτρίζεται ο λυρικός ρεαλισμός των Κυπριακών διαλέκτων όπως στα ποίηματα του Καρτερούμεν μέραν νύχταν που μελοποιήθηκε και έγινε αλυτρωτικός ύμνος εγκαρτέρησης, Η φτώσεια, Βούττημαν ήλιο,υ Θωρώ σε τζι ούλλον έναν αρωτώ, Στην ομορκιάν της, Τ’ αμμάδκια της, Το φιλίν σου κ.α
Το έργο του στο κυπριακό ιδίωμα, επηρέασε τη λαϊκή ποίηση του τόπου και στάθηκε η αιτία της δημιουργίας μιας ολόκληρης γενιάς ποιητών που έγραψαν στην κυπριακή διάλεκτο, όπως ο Παύλος Λιασίδης, ο Αντώνης Κλόκκαρης, ο Κώστας Μαρκίδης, ο Κώστας Μόντης κ.ά.
Πολλά ιδιωματικά του ποιήματά του μελοποιήθηκαν από Κύπριους συνθέτες, όπως τον Σόλωνα Μιχαηλίδη, τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη, τον Γιώργο Κοτσώνη, τον Γιάγκο Μιχαηλίδη κ.ά. και είναι ανάμεσα στα αγαπημένα τραγούδια των Ελλήνων της Κύπρου
Το ποίημα “Τα Μαύρα Μάθκια ” και η σχέση του με την Ζωδια
Ο τηλεοπτικός σταθμός Άλφα Κύπρου, για να τιμήσει τα 150 χρόνια από τον θάνατο του, πρόβαλε μια σειρά εποχής με τίτλο “Τα Μαύρα μάθκια σου”. Το σενάριο είναι βασισμένο σε υποθετικά άτομα της εποχής αλλά παραπέμπει στα γεγονότα και τις δυσκολίες της καθημερινότητας της τότε εποχής όπως τα βίωσε και ο ίδιος ο ποιητής.
Ποια είναι η σχέση του ποιήματος του Λιπέρτη “Τα Μαύρα Μάτια”. Σύμφωνα με τον μ. Μιχάλη Ανδρονίκου και ένα δημοσίευμα του στην εφημερίδα Ελευθερία που εκδίδετουν στην Λευκωσία (περίπου το 1951), όπου εργαζόταν ως διορθωτής μετά την αφυπηρέτηση του ως δάσκαλος που εργαζόταν, δημοσίευσε ένα ανέκδοτο ποίημα του Λιπέρτη γράφοντας επίσης το ιστορικό του ποιήματος.
Έγραψε τότε ο Ανδρονίκου στο άρθρο του ότι ο Λιπέρτης ως ασήμαντος κυβερνητικός υπάλληλος τότε εργαζόταν ως πληρωτής των εργατών που εκτελούσαν διάφορα οδικά και ανακουφιστικά έργα (αγροτικούς δρόμους) στην Τυλληρία ή την καταγραφή των ζημιών της ακρίδας, την ασθένεια των αμπελιών και άλλες επιστρατευμένες υπηρεσίες.
Για τις επιπτώσεις τις μάστιγας της ακρίδας ή μέθοδος αντιμετώπισης τότε ήταν το σκότωμα της ακρίδας που γινότανε τότε με την χρήση ενός ξύλινου χερουλιού που είχε επάνω του σιδερένιο κεφάλι σκεπαρνιού.
Σε μια επίσκεψη του στην Ζώδια που είχε πάει να πληρώσει τους εργάτες σε καφενείο (η πληρωμή γινότανε σε καφενείο της εκκλησίας), μεταξύ τους ήταν και μια κοπέλα Ζωδιατού που με την ομορφιά της ενθουσιάσε και σαγήνεψε το Λιπέρτη, τόσο που του έπεσαν από το τραπέζι και σκορπίστηκαν τα ψηλά (τα τριαρούθκια και τα μισούθκια) με τα οποία πλήρωνε. Η κοπέλα έσκυψε, τα μάζεψε και του τα έδωσε. Ο Λιπέρτης είδε το όνομα της στη λίστα, την πλήρωσε και η κοπελιά έφυγε. Όταν τελείωσε τις πληρωμές, αφού γνώριζε και το όνομα της, ρώτησε να μάθει γι’ αυτήν και ποιος ήταν ο πατέρας της. Τον φώναξαν τον άνθρωπο και πήγε κοντά του. Ο Λιπέρτης του μίλησε ανοικτά για την κόρη του και για την ομορφιά της και του ζήτησε το χέρι της για να την κάνει γυναίκα του και να την πάρει μαζί του στην χώρα (Λευκωσία). Ο πατέρας της κοπέλας χωρίς δεύτερη σκέψη απάντησε αρνητικά. Ήταν δύσκολο τότε για την εποχή και με τα μέσα συγκοινωνίας να αποχωριστεί κάποιος την θυγατέρα του και να την αφήσει να πάει στην πόλη για να γίνει χωραϊτίσσα ή αλλιώς πολιτιζή (πολίτισσα). Συνήθιζαν τότε να πηγαίνουν στην πόλη μόνο για δούλες (υπηρέτριες σε σπίτια πλουσίων) ή σε ορισμένους μακρινούς συγγενείς για να δουλέψουν.
Ο Λιπέρτης το πήρε βαριά και λυπήθηκε πολύ για την αρνητική απάντηση που πήρε δια στόματος του πατέρα της κοπέλας. Ο ποιητής, λάτρης και υμνητής του ωραίου φύλου, στην συγκίνηση και την απογοήτευση του έγραψε το ποίημα όπως τα πανέμορφα, σαν τις αυθεντικές γλυκάδες και αθθούς του τόπου, “Μαύρα αμμάδκια” που δημοσιεύσε ο Μιχαήλ Αντρόνικος στην εφημερίδα Ελευθερία.
Επίσης, σε άρθρο στου Αντώνη Κ. Ηλιάκη που δημοσίευσε στην εφημερίδα Ελευθερία την 17η Ιουλίου το 1960, αναφέρει ότι το ποίημα Τα μαύρα μάθκια γράφτηκε για μια χωριατοπούλλα που συνάντησε ο Λιπέρτης στην Ζώδια κατά την διάρκεια επιτετραμμένης υπηρεσίας.
Σε μία άλλη εκδοχή ο Δρ. Κων/νος Γιαγκουλλής που καταπιάστηκε με τα Άπαντα του Λιπέρτη αναφέρει ότι το ποίημα γράφτηκε για μία Βασιωτού από την Βάσα (Κοιλανίου), όπου λάτρεψε και παραθέριζε για σειρά ετών ο Λιπέρτης και εκεί εμπνεύστηκε ορισμένα από τα πιο δημοφιλή «αγροτικά» του ποιήματα. Στενούς δεσμούς και αγάπη είχε και με την Πάφο. Ο Άντυς Παυλίδης που δημοσιέυε ποιήματα του Λιπέρτη στην εφημερίδα Πάφος φράφει ότι το ποίημα αυτό γράφτηκε για μια Χωραϊτού. Το πιο πιθανόν το ποίημα Περήφανη ή Κακανάρεστη γράφτηκε για την χωραϊτισσα που απέρριψε τον Λιπέρτη γιατί ήταν άσημος υπαλληλάκος.
Τα μαύρα μάθκια
Έλα κορού να δούμεν τα μαύρα σου τα μμάθκια
Τα μμαθκια
Που φκάλλουν τζιειν τες γλώσσες που φκάλλει το λαμπρόν
Τζιαι κάμνουν την κάρκιαν μου την άχαρην κομμάθκια
να μεν πλησσείς χαρώ σε χαρώ σε, τζι άφηστα να την τρων ] 2x
Τζιαν τύσιει τζιαι να κρούσω τζιαι να γινώ ποζαύλιν
Ποζαύλιν
Μπήξε με στην αυλή σου, βάρμε σε μια γωνιά
Γιατί που τη θωρκά σου, που μια μεράν ως άλλην
μπορεί τζιαι να βλαστήσω χαρώ σε, να βρω παρηορκάν ]
Τζι όντας καλόν ριζώσω τζιαι φκω ψηλά τζι αθθίσω
Τζι αθθίσω
Τζιαι ποταβρίσω κλώνους να 'ρτεις που κατωθκιόν
Τα κάλλη τους αθθούς μου για να σου τα ραντίσω
για τζιείνες τες γλυκάες χαρώ σε | 2x
Των θκυο σου αμμαθκιών | 2x
No comments:
Post a Comment