Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΔΗΜΜΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ


Ο Νέαρχος Κληρίδης γράφει για ένα αυλάκι, που ο Ρήγας της Περιστερώνας άνοιξε με εργάτες δικούς του σε μια νύχτα, που έφτανε από την Περιστερώνα ως του Μόρφου και που χωρούσε τόσο νερό, ώστε μπορούσε να παρασύρει «μιαν γομαρκάν παλλούρες», που του ζήτησε η Ρήγαινα του Μόρφου για να δεχτεί την πρόταση γάμου που της έκανε. Το αυλάκι αυτό, που έχει μήκος 7 μίλια περίπου, υπάρχει ως τα σήμερα· είναι γνωστό ως «δήμμαν του Ναού». Μ ένα δήμμα (ανάχωμα) στην όχθη του Σερράχη το αυλάκι πιάνει νερό και μ αυτό αρδεύονται τα χωράφια Πάνω και Κάτω Ζώδιας, Αργακιού και Μόρφου” .
 
No.438.
THE IRRIGATION (PRIVATE WATER) ASSOCIATION LAW.
26 cif 1049 ____34 of 1954 P.I. : T/le Irrigation Assoriation of Zodhia, Kat0 ( I ‘ Kalokerinon Neron Naou ” 7H/1‘)52. Waler) Rul~s1, 952.
It is notificd for information that at a meeting held the 24th day of May, 1959, the Irrigation Association of Zodhia, Kato (I ‘ Kalokerinon Neron Naou” Water) was dissolved pursuant to Rule 18 (4) of the Irrigation Associatioil of Zodhia, Kat0 (I ‘ Kalokerinon Neroli Naou Water) Rules, 1952. (M.P. I 150/5z.)
 
 
Απο την σελίδα της Κατωκοπίας διαβάζουμε:
 

 
 
 
 
Ο Σερράχης είναι ο τρίτος μεγαλύτερος ποταμός της Κύπρου με μήκος 55 χιλιόμετρα. Πηγάζει από τη βόρεια πλευρά του Τρόοδος και χύνεται στον κόλπο της Μόρφου.
Στη πορεία του ενώνεται με πολλούς μικρότερους ποταμούς με κυριότερους τον Μερίκα , τον Ακακιότι (37 χιλ.), και τον Περιστερωνίτη (35 χιλ.), και λίγο πριν χυθεί στη θάλασσα ενώνετε με τον Οβγό (32 χιλ.).

Στη περιοχή του χωριού Κατωκοπιά ονομάζεται Βουναρούλιας εξαιτείας της μεγάλης απόθεσης πετρών στη κοίτη του.
Στον Σερράχη έχουν κατασκευαστή τέσσερα φράγματα. Το φράγμα Καλό χωριό Κλήρου, το τρίτο μεγαλύτερο της Κύπρου, χωρητικότητας 82.000 Μ3 και ύψος 9 μέτρα. Υπάρχουν και άλλα τρία μικρότερης χωρητικότητας κατασκευασμένα το 1973 (φράγμα των Μασσάρων) και το ένα πρόσφατα το 2007.

Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, στις εκβολές του βρήκε ο Λεόντιος, ευσεβής πολίτης από του Σόλους , τη κάσα με τα οστά των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα. Η παράδοση λέει ότι είχαν παρουσιαστεί μπροστά του οι δύο Άγιοι και του είχαν υποδείξει το μέρος που βρισκόταν η κάσα με τα οστά τους.
 
 
Ο "Ναός" ένα βαθύ αυλάκι-αγωγός που ξεκινούσε κοντά από το νεκροταφείο της Περιστερώνας πολύ κοντά στο βυζαντινό ναό των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος με κατεύθυνση από νότο προς βορά κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Σεράχη διέσχιζε τα Περιστερωνίτικαχωράφια.

Η διαδρομή αρχίζει να αλλάζει πριν την περιοχή της Κατζήλου και να ακολουθεί δυτική κατεύθυνση περνώντας μέσα από την Κατωκοπίτικη γη.

Κάπου κοντά στην γη της Μαζερής και ενώ η πορεία του ναού συνεχίζεται με δυτική κατεύθυνση περνώντας βόρια της περιοχής «Άγγουλος» με πορεία προς την Πάνω Ζώδια με ένα κάθετο "δύμμα"(δυσσιά) μέρος του αρδευτικού έργου ακολουθεί κάθετη βόρια διαδρομή προς Κατωκοπιά.


Φθάνοντας στα νοτιοδυτικά κράσπεδα του χωριού από το σπίτι του Βάσιλου Καζαντζή , ο "αύλακας" περνά από το χώρο της νέας Εκκλησίας  διασχίζει από τα νότια προς την βόριο-δυτική πλευρά του χωριού, όπου και τα τελευταία σπίτια του χωριού στο δρόμο προς το Αργάκι. Ακολουθώντας την βορειοδυτική του πορεία συναντάστην περιοχή που ευρίσκετε το υδραγωγείοτου χωριού Αργάκι- την καταληκτική πορεία του "βαθύ" .

Στην περιοχή υπάρχει ένα σύμπλεγμα με «δυσιές» που διακλαδώνουν την παροχή του νερού του χειμώνα στα περβόλια και τις καλλιέργειες τις περιοχής ενώ ένα άλλο βαθύ αυλάκι συνεχίζει με δυτική πορεία προς το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρόνικου .


Ο Νέαρχος Κληρίδης γράφει για ένα αυλάκι, που ο Ρήγας της Περιστερώνας άνοιξε με εργάτες δικούς του σε μια νύχτα, που ’φτανε από την Περιστερώνα ως του Μόρφου και που χωρούσε τόσο νερό, ώστε μπορούσε να παρασύρει «μιαν γομαρκάν παλλούρες», που του ζήτησε η Ρήγαινα του Μόρφου για να δεχτεί την πρόταση γάμου που της έκανε. Το αυλάκι αυτό, που έχει μήκος 7 μίλια περίπου, υπάρχει ως τα σήμερα· είναι γνωστό ως "δύμμα του Ναού".

Από πού πήρε το όνομα του δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε. Το γεγονός ότι ξεκινά την μακρά πορεία του από το σημείο που ευρίσκετε ο Ιερός ναός των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την ονομασία του την οφείλει στον Βυζαντινό τούτον Ναό και ότι η κατασκευήκαι η συμπλήρωση του έργουΘα πρέπει λογικά να έχει γίνει μεταγενέστερα.

Σύμφωνα με μια άλλη άποψη η ονομασία προήλθε από την φράση:στον αγωγό (στον ναγώ(γό) και με την Κυπριακή τοπολαλιά αφαιρώντας το (γ) στο (ναό).

Ο Ιωάννης Πίπης και ο Πολύδωρος Κνέκνας από το Αργάκι συμφωνα με την καταγραφεί του Χ.Πίπη κατάμαρτηρούν την εξής ιστορία που διαδραματίζεται στα χρόνια του μεσαίωνα:
Οι κάτοικοι της Μόρφου, της Ζώδιας , της Κατωκοπιάς και του Αργακίου συμφώνησαν να κατασκευάσουν το δήμα του «Ναού».Τότε συνέβηκε το εξής περιστατικό.

Ο τότε Ρήγας του Αργακίου έστειλε το γιο του να φέρει το νερό για να ποτίσουν τις ελλιές που ήταν κοντά στο χωριό.
Ο γιος του Ρήγα με δύο υπαλλήλους του έκαμαν το αυλάκι, το «Λιούδιν» και γύρισαν το νερό για να ποτίσουν.
Ακολούθυσε συπλοκή με τους φρουρούς και ο γιος του Ρήγα φονεύθηκε .

Το Αργάκι επαναστάτησε και ζυτούσε εκδίκηση για τον χαμό του νέου.
Μετά από αυτό το γεγονός πέτυχαν την εξής συμφωνία.
Όταν έχει νερό ο «Ναός» το Αργάκι να δικαιούται να παίρνει μια «κόρτα» νερό από το «Λιούδιν» .
Από τότε ο Αρκάντζελος της Πάνω Ζώδιας παίρνει το νερό κάθε Δευτέρα την διάρκεια της μέρας .Την νύκτα πότιζαν οι Κατωκοπίτες και οι Πάνω Ζωδιάτες .
 
Τρίτη και Τετάρτη πότιζαν οι Μορφίτες , τη δε Πέμτη οι Κατωκοπίτες,οι Μορφίτες και οι Κάτω Ζωδιάτες .
 
 
Η ιστορία του νερού
 
H Άννα Μαραγκού γράφει το 2009 για το Αργάκι. 
 
Το θέμα του νερού, οι συχνές ανομβρίες, ακόμη και οι καταστροφικές
πλημμύρες είναι λογικό να απασχολούν τους ανθρώπους που θέλουν να προστατέψουν τις σοδειές και τις περιουσίες τους. Όταν οι χρόνοι ήταν καλοί και ο Σερράχης και ο Οφκός κατέβαιναν ορμητικοί από τα βουνά τότε οι κάτοικοι του Αργακιού πότιζαν με τα
«δήμματα», αυλάκια στα οποία μάλιστα έδιναν ονόματα. Το δήμα του «Ναού», το Ελιούδιν, η Μαρκέττα, ο Έσσω Βαθύς. Πόσες και πόσες ιστορίες για το θέμα του νερού.
Να αναφέρω αυτή που καταγράφει ο Πίπης σύμφωνα με μαρτυρία του Ιωάννη Πίπη και του Πολύδωρου Κνέκνα, που διαδραματίζεται στα χρόνια του μεσαίωνα:
Οι κάτοικοι της Μόρφου, της Ζώδιας, Κατωκοπιάς και Αργακίου συμφώνησαν να κατασκευάσουν το δήμα του «Ναού», οπότε συνέβηκε το εξής περιστατικό. Ο τότε Ρήγας του Αργακίου, που ήταν την εποχή εκείνη βασιλικό αγρόκτημα, έστειλε το γιο του
να φέρει το νερό από το δήμμα του «Ναού» για να ποτίσουν τις ελλιές που ήταν κοντά στο χωριό. Ο γιος του Ρήγα με δύο υπαλλήλους του έκαμαν το αυλάκι, το «Λιούδιν» και γύρισαν το νερό για να ποτίσουν. Έγινε συμπλοκή με τους φρουρούς και ο γιος του Ρήγα
φονεύθηκε. Τότε ολόκληρο το Αργάκι ζήτησε εκδίκηση για το χαμό του νέου, και μετά από αυτό πέτυχαν την εξής συμφωνία. Όταν έχει νερό ο «Ναός» να δικαιούται το Αργάκι να παίρνει μια «κόρτα» συνεχώς μέσω του αυλακιού το «Λιούδιν και
γύρισαν το νερό για να ποτίσουν. Έγινε συμπλοκή με τους φρουρούς και ο γιος του Ρήγα φονεύθηκε.
Τότε ολόκληρο το Αργάκι ζήτησε εκδίκηση για το χαμό του νέου, και μετά από αυτό πέτυχαν την εξής συμφωνία. Όταν έχει νερό ο «Ναός» να δικαιούται το Αργάκι να παίρνει μια «κόρτα» συνεχώς μέσω του αυλακιού το «Λιούδιν». Άλλος όρος ήταν να παίρνει ο Αρκάντζελος της Πάνω Ζώδιας όλο το νερό κάθε Δευτέρα, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τη νύκτα πότιζαν οι Κατωκοπίτες, και οι κάτοικοι της Πάνω Ζώδιας. Την
Τρίτη και την Τετάρτη πότιζαν οι Μορφίτες, τη δε Πέμπτη οι Κατωκοπίτες, οι Μορφίτες και οι Κατωζωδιάτες.
 
Στους νεότερους οι λέξεις «λαούμια» ή «τρυπητές» δε σημαίνουν πολλά πράγματα. Κι όμως κύριος άξονας επιβίωσης για το χωριό- όπως και για όλα τα χωριά- ήταν το θέμα του νερού. Ο Χριστόδουλος Πίπης καταγράφει ότι τα λαούμια και οι τρυπητές ανοίχτηκαν μετά το 1915. Τι ήταν; Μια σειρά από λάκκους, που απείχαν 70-80 πόδια ο
ένας από τον άλλο και ενώνονταν στον πυθμένα με τα γνωστά λαούμια. Μετρήθηκαν 294 λάκκοι, όπου ζούσαν κατά τον Πίπη, χέλια και καβούρια του γλυκού νερού. Αντιγράφω από το βιβλίο: «Στην αρχή ξεκινούσαν με τον τζεφαλόλακο, που ήταν η αρχή των λάκκων και ο πιο βαθύς. Ακολουθούσαν οι άλλοι, που τους ένωναν τα λαούμια, πυ
οδηγούσαν το νερό στην έξοδο, στο φάδι της επιφάνειας της γης, το λεγόμενο «πορτολάουμο».
 
Το έργο αυτό συντηρούσαν διάφοροι μέτοχοι, οι οποίοι ανάλογα με τις
ώρες που χρησιμοποιούσαν το νερό για πότισμα, πλήρωναν και το ανάλογο χρηματικό ποσό, που λεγόταν «καταβολή». Αλλά όπως όλα σε μια μικρή κοινότητα η ανόρυξη των λάκκων υπήρξε επεισοδιακή, γεγονός που πήρε και δημοσιότητα στις εφημερίδες της περιοχής. Από τη Φωνή της Κύπρου του 1920 διαβάζουμε: Τη πρωτοβουλία μερίδος τινός του χωρίου Αργακίου, προεξάρχοντος του φιλοπρόοδου δίδασκαλου Νεόφυτου Παπαδόπουλου και των κκ. Χριστοδούλου Λοϊζου, Ιωάννου Χαραλάπου Κωνναπή και Χατζηιώννου Παπαχριστοδούλου
εσχηματίσθη προ 5ετίας εταιρεία εξ 20 ατόμων ήτις δι εξόδων αυτής ανώρυξε λάκκους, φρέατα και υπόγειους οχετούς κατά την οδό Μασάρου και την αριστερά όχθην του χειμάρου Σέρραχου και έφερε εις την επιφάνεια αρδεύσιμον καλοκαιρινό ύδωρ ικανοποιούν τας γαίας των συμμετέχων και των λοιπών κατοίκων. Η πράξις αυτή της εταιρείας προξένησεν ζυλοτυπίαν μεταξύ των λοιπών συγχωριτών, οίτινες εσχημάτισαν νέαν εταιρεία εξ 69 ατόμων ήτις ήρξατο παραπλεύρως της παλαιάς
γραμμής ανορύττουσα νεους λάκκους και φρέατα και κατόρθωσε να αφαιρέση το καλοκαιρινό αρδεύσιμο ύδωρ εξ ού και η παλαιά εταιρεία ηναγκάσθη να κινήση κατ’αυτής αγωγή. Προ της αποπερατώσεως όμως της δίκης ειργάσθη και παλιν η παλαιά εταιρεία βαθύνουσα τους λάκκους, τα φρέατα και τους οχετούς και κατώρθωσε να αφαιρέσει το καλοκαιρινό νερόν εκ της άλλης γραμμής δια της επιδέξιου εργασίας ικανωτάτου πρακτικού υδραυλικού Μουσταφά Ιβραχήμ εκ Λακατάμιας και τη δραστηρία ενέργεια του συμμετόχου της παλαιάς εταιρείας κ. Χριστόδουλου Λοϊζου. Ούτως είχαν τα πράγματα ότι επιτέλους επήλθε συμβιβασμός
μεταξύ των δύο εταιρειών, δικαιούμενων να αρδεύωσιν εναλλάξ ανά 185 ώρας ούτως ώστε η κάθε εταιρεία θα έχει την επιτροπήν αυτής και τα προκυψώμενα έξοδα να πληρώνονται εξ ίσου κατά τα ώρας εκάστου συμμετόχου».
Το σύστημα αυτό άρδευσης κράτησε μέχρι το 1950. Η Ελένη Πρωτοπαπά γράφει ότι πολλοί χωριανοί ακόμα και παιδιά εργαζόταν στα λαγούμια του χωριού. Ορισμένοι εργαζόταν για χρήματα, άλλοι για να εξοφλούν τους φόρους τους και ορισμένοι εργαζόταν για να δικαιούνται μερίδιο- συμμετοχή στη νέο συνεταιρισμό που θα δημιουργείτο. Τα λαγούμια δημιούργησαν πολλές ευκαιρίες γεωργικής ανάπτυξης στο Αργάκι. Οι χωριανοί, γράφει η Ελένη Πρωτοπαπά, μπορούσαν πλέον να καλλιεργούν και καλοκαιρινές φυτείες. Μπορούσαν να φυτεύουν πατάτες δυο φορές το χρόνο. Άρχισαν να καλλιεργούν και φασόλια που απαιτούσαν
πολύ νερό. Το καλοκαίρι όλη περιοχή φύτευε καρπούζια τα οποία πωλούσαν σε όλη τη Κύπρο. Η ανάπτυξη του υδατικού συστήματος στο χωριό σύντομα έφερε και την καλλιέργεια βαμβακιού και λιναριού τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για ανάπτυξη βιοτεχνίας στο χωριό για την επεξεργασία τους. Βλέπουμε την επεξεργασία του λιναριού σε κλωστή για παράδειγμα ( με το αδράχτι) την οποία είτε πωλούσαν για φτάσει στα
Λεύκαρα, είτε οι χωριανοί έφτιαχναν με αυτή τα δικά τους αντικείμενα όπως στρατούρια, σχοινιά. Η βιοτεχνία επεξεργασίας του λιναριού ανθούσε στη περιοχή μέχρι το τέλος του πολέμου.
 
Οι αλλαγές της δεκαετίας του 50.
Από το 1950 και μετά όταν άρχισε η μηχανική πια άντληση του νερού το τοπίο στο Αργάκι αλλάζει. Οι φυτείες των εσπεριδοειδών αντικατέστησαν τον παραδοσιακό και επίφοβο σιτοβολώνα, οι ανάγκες του νερού για το σύνολο της περιοχής αυξήθηκαν κατακόρυφα και το συνεταιρικό νερό δεν έφθανε για όλους. Μετά το 1960 είχε κατασκευαστεί και ο υδατοφράκτης του Μόρφου, ενώ η περιοχή του Αργακίου αντιμετώπιζε ακόμη προβλήματα στην άρδευση. Προοδευτικοί κάτοικοι του χωριού πρότειναν την κατασκευή ακόμη ενός υδατοφράκτη – των Μασάρων- για τις ανάγκες ολόκληρης της περιοχής ο οποίος μετά από αρκετές περιπέτειες ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1973. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται αποκλειστικά με την καλλιέργεια
των εσπεριδοειδών, και οι εξαγωγές και το πολύτιμο χρήμα εισρέει στο χωριό. Οι Αργακίτες παρ’όλους τους νεωτερισμούς που βοηθούν σημαντικά τη ζωή τους παραμένουν σταθεροί και ακλόνητοι στην παράδοση. Επιμένουν να νοματίζουν τα χωράφια και τα περβόλια τους. Μαθαίνω για το Βαθύ, το Βυζατζέρι, το Καρκώτικο, το
Λαξίδι, το Μεγάλο Περιβόλι.
Παρόλα αυτά το ποσοστό των γεωργών θα μειωθεί από το 58% στο 40%, ενώ αύξηση θα σημειώσει η εργασία που σχετίζεται με την ευρύτερη κοινωνία, δάσκαλοι, αστυνομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, και φθάνει το 10% του ανδρικού εργατικού δυναμικού. Η γεωργία δηλαδή συνεχίζει να είναι η κύρια ασχολία διαβίωσης, ενώ η πλειοψηφία του εργατικού
δυναμικού εργάζεται για τις βασικές βιοτικές ανάγκες σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα στις εξαγωγικές βιομηχανίες, όπως στα μεταλλεία, στην ελαφριά βιομηχανία, και κυρίως πασχολούνται στην κυβέρνηση.
 
Στα αμέσως επόμενα χρόνια του αγώνα του 55-59 το Αργάκι δίνει έντονα το παρών του και οι ιστορίες, είναι όλες μαζεμένες στο βιβλίο του Πίπη, και προέρχονται από περιγραφές των ιδίων των αγωνιστών. Είναι ενδεικτικές των δύσκολων χρόνων αλλά και της τόλμης και της αυτοθυσίας του χωριού. Μετά την ανεξαρτησία οι αλλαγές στον κοινωνικό περίγυρο αποκτούν πια αστραπιαίες ταχύτητες. Τα τρακτέρ κάνουν τη εμφάνισή τους, και η περιγραφή της σχέσης τους με
τους νεαρούς ιδιαίτερα του χωριού καταγράφεται από τον Πήτερ Λοϊζου: Όπως οι αουμπόηδες ξεπέζευαν από το άλογό τους και βρίσκονταν σε κλάσματα δευτερολέπτου κατά γης, έτσι και οι νεαροί στο Αργάκι. Έφθαναν με μεγάλη ταχύτητα στην κεντρική πλατεία, στάθμευαν με τρόπο εντυπωσιακό και πριν ακόμη κλείσει η μηχανή του βρίσκονταν στο καφενείο. Δικαίως το Αργάκι απέκτησε το ζηλευτό τίτλο Μικρό Τέξας.
Στη μικρή «κώμη Αργακίου» όπως λέει και Μενάρδος η ζωή κυλούσε με γοργούς
ρυθμούς μέχρι το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου. Από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα, οι Αργακιώτες δίνουν δυναμικά το παρών τους στα δρώμενα του τόπου, από τα Πολεμίδια όπου είναι προσωρινά εγκατεστημένοι οι περισσότεροι μέχρι την Δερύνεια.
 
Στη μικρή «κώμη Αργακίου» όπως λέει και Μενάρδος η ζωή κυλούσε με γοργούς ρυθμούς μέχρι το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου. Από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα, οι Αργακιώτες δίνουν δυναμικά το παρών τους στα δρώμενα του τόπου, από τα Πολεμίδια όπου είναι προσωρινά εγκατεστημένοι οι περισσότεροι μέχρι την Δερύνεια. Σκοπός και στόχος τους η διατήρηση της μνήμης και η προσπάθεια να κρατήσουν τους
συγχωριανούς ενωμένους για να ατενίσουν μαζί και με αισιοδοξία το μέλλον του χωριού, αλλά και του τόπου μας γενικά.